- ενδέκκριση
- [-ις (-εως)] η см. ενδ(ο)έκκριση
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενδέκκριση — και ενδοέκκριση, η έκκριση τών αδένων μέσα στον οργανισμό … Dictionary of Greek